- ἀσχολίᾳ
- ἀσχολίαι , ἀσχολίαoccupationfem nom/voc plἀσχολίᾱͅ , ἀσχολίαoccupationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσχολία — ἀσχολίᾱ , ἀσχολία occupation fem nom/voc/acc dual ἀσχολίᾱ , ἀσχολία occupation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… … Dictionary of Greek
ασχολία — η απασχόληση, δουλειά: Έχει τόσες πολλές ασχολίες, ώστε δεν του μένει καιρός για ξεκούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχολίας — ἀσχολίᾱς , ἀσχολία occupation fem acc pl ἀσχολίᾱς , ἀσχολία occupation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίαι — ἀσχολία occupation fem nom/voc pl ἀσχολίᾱͅ , ἀσχολία occupation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίαν — ἀσχολίᾱν , ἀσχολία occupation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολιῶν — ἀσχολία occupation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίαις — ἀσχολία occupation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίη — ἀσχολία occupation fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολίην — ἀσχολία occupation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)